- θησαυρίζω
- (ΑΜ θησαυρίζω) [θησαυρός]αποταμιεύω, αποθησαυρίζω («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», Ηρόδ.νεοελλ.καταρτίζω συλλογή («θησαυρίζω τις παροιμίες»)νεοελλ.-μσν.1. (αμτβ.) πλουτίζω, σχηματίζω θησαυρό, έχω ή αποκτώ περιουσία2. (μτβ.) κάνω κάποιον πλούσιο, δίνω σε κάποιον θησαυρούς («θησαύριζε την ψυχή σου»μσν.-αρχ.αποθηκεύωαρχ.1. (για καρπούς) διατηρώ2. συγκεντρώνω, συσσωρεύω (α. «ὡς πῡρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» ΚΔθ. «θησαυρίζειν εὐτυχίαν», Αππ.)3. μέσ. θησαυρίζομαιαποταμιεύω για τον εαυτό μου.
Dictionary of Greek. 2013.